- ρέντα
- η, Ν(κυρίως κατά τη χαρτοπαιξία) ευνοϊκή στροφή τής τύχης, εύνοια.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rente < rendre «αποδίδω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Διχείμαρρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 50 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. Έως το 1928 ονομαζόταν Ρέντα … Dictionary of Greek